ἀποξεραίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξεραίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξεραίνω κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπουξιραίνου βόρ. ἰδιώμ. ᾿ποξεραίνω ἐνιαχ. ᾿πουξιραίνου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξεραίνω.

Σημασιολογία

1) Ξηραίνω ἐντελῶς: ᾿Εσὺ δὰ τσοὶ ἀποξέρανες τσοὶ σμαρίδες Θήρ. Ὁ κῆπος θέλει πότισμα, γιατὶ δ᾿ ἀποξεραθοῦν οἱ--ἀgουρεˬὲς Κρήτ. β) Μέσ. μένω κατάπληκτος ὑπὸ αἰφνιδίας τινὸς εἰδήσεως ἢ ὑπὸ λύπης Κρήτ: ’Εποξεράθηκα ὅdε dό ᾿κουσα. ᾿Εποξεράθηκεν ὁdὲν ἤκουσε πῶς ἐσκοτώθηκεν ἀδερφός τση. Συνών. ξεραίνομαι (ἰδ. ξεραίνω). 2) Μέσ. παύω νὰ εἶμαι ξηρός, γίνομαι ὑγρὸς τέως ξηρὸς ὢν Πόντ. (Τραπ.): ᾿Επεξεράθαν τὰ φύλλα ἀπέσ’ ’ς σὸν νερὸν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/