ἀποσύκισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσύκισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσύκισμα τό, Κάρπ. -Λεξ. Πρω Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσυκίζω.

Σημασιολογία

Τὸ τέλος τῆς καρποφορίας τῆς συκῆς ἤ τῆς συλλογῆς τῶν σύκων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/