ἀπόσυκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσυκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόσυκο τό, Ἄνδρ. Κύθν. Πελοπν. (Γέρμ. Καλάμ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Οἰν. Οἴτυλ.) Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπόσιουκο Πελοπν. (Λάκων Μάν.) ἀπόσ’κου Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σῦκο.
Σημασιολογία
Κατὰ πληθ. 1) Τὰ τελευταῖα σῦκα τῆς συκῆς ἔνθ’ ἀν. β) Τὰ κατωτέρας ποιότητος σῦκα ἔνθ’ ἀν. 2) Λευκὰ ξηρὰ σῦκα φυλαττόμενα διὰ τὸν χειμῶνα Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA