ἀποξεσκίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξεσκίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποξεσκίδι τό, ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ 2 101
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποξεσκίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδι.
Σημασιολογία
Τὸ διὰ τῆς σχίσεως ἢ ἀπορρακώσεως ὑπόλειμμα, ράκος: Ποίημ. «... Τὰ ἴδια ποῦ ἤτανε οἱ χιτῶνες καὶ οἱ πορφύρες μου, ἀπομεινάρια ἀπάνου σας καὶ ἀποξεσκίδιˬα».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA