ἀποσύνασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσύνασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσύνασμα τό, ᾿ποσύναμα Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσυνάζω. Τὸ ᾿ποσύναμα ἐκ τοῦ *ἀποσύναγμα.
Σημασιολογία
1) Πληθ, τὰ προικιὰ (ὡς προϊὸν τρόπον τινὰ συναγωγῆς, συναθροίσεως): Καιρός τση νὰ παdρευτῇ καὶ δὲν ἔχει πρᾶμα ᾿ποσυνάματα (πρᾶμα₌τίποτε). Τοσηνιˬὰ κωπελλιˬὰ ποῦ ᾽σαι, ποῦ ᾽ναι τὰ ᾿ποσυνάματά σου; 2) Διευθέτησις, τακτοποίησις: Μὰ ᾿ποσύναμα εἶναι τουτονὲ ἁποὺ ᾿καμες τοῦ σπιτιˬοῦ ; αὐτὸ σκυλλοβρομεῖ ! || Φρ. Ἤπιˬασα τὴ βέργα καὶ τοῦ ᾿καμα ’να ᾿ποσύναμα ἀποὺ δὲ θά τὸ ξεχάσῃ ποτέ dου (δηλ. τὸν ἔδειρα καλά). Συνών. ἀνασυγύρισμα, συγύρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA