ἀποξεχνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξεχνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξεχνῶ ’Αθῆν. Ἄνδρ. Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. Σέριφ. κ.ἀ. ἀποξεχάνω Ἰων. (Καράμπ. Σμύρν.) Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. ἀποξιχάνου Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) κ.ἀ. ’ποξεχνῶ Κάσ. Κρήτ. ᾽ποξεχάω Νίσυρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξεχνῶ.
Σημασιολογία
1) Λησμονῶ ἐντελῶς ἔνθ' ἀν.: Τὸ ᾽ρίφι ἀποξεχνᾷ τὴ μάννα του Σέριφ. ᾽Ηποξέχασεν εὐτὸς καὶ τσοὶ συντρόφοι dου καὶ τὸ bατέρα dου Νάξ. Ἅμα λείψω κἄμποσα χρόνιˬα θὰ μ’ ἀποξεχάσετε ᾿Αθῆν. Δὲ γίνεται πεˬὰ κουβέντα γιˬ’ αὐτόν, ἀποξεχάστηκε αὐτόθ. || ᾎσμ. Καὶ τὸ σταυρὸ νὰ προσκυνῶ νὰ μὴ σὲ ’ποξεχάω Νίσυρ. Μέσ’ ᾿ς τὰ γλυκὰ τὰ μάθιˬα σου, τ’ ἀgελικά σου κάλλη σιγὰ σιγὰ ᾿ποξέχασα κάθε ἀγάπη ἄλλη Κρήτ. Ἄν ἐποξέχασες ἐσύ, μάννα, τ᾿ ἀγαπητοῦ σου, ἐπολησμόνησα κ' ἐιˬώ τοῦ γλυκοποθητοῦ μου Κάρπ. Ἄν τὴν ἐπάρῃς, ὕπνε μου, γλυκὰ ᾿ποκοι᾽μισέ τη ν᾽ ἀποξεχάσῃ τοῦ ᾽υζιˬοῦ, νὰ ᾿οργομεαλύνῃ (βαυκάλ.) αὐτόθ. 2) 'Ενεργ. ἀμτβ. καὶ μέσ. ἀποβάλλω τὴν μνήμην, καταλαμβάνομαι ὑπὸ λησμοσύνης, ἀφαιροῦμαι ’Αθῆν. Ἤπ. Ἰων. (Καραμπ. Σμύρν.) Κάσ. Νάξ. - Λεξ. Αἰν. κ.ἀ.: ᾽Απὼς ἠφύγαμε ἀπ’ τὴν ᾽Ανατολή, ἀποξεχάνω Καράμπ. Σμύρν. ’Αποξεχάστηκα μὲ τὴν κουβέντα καὶ δὲ θυμήθηκα τὴ δουλει͜ά μου ᾿Αθῆν. ᾿Αποξεχάστηκα καὶ μὲ βρῆκε ἡ νύχτα αὐτόθ. ᾿Αποξεχάστηκε ’ς τὸ παιγνίδι αὐτόθ. || ᾌσμ. Τσαί πῆες τσαὶ 'ποξέχασες μέσα ’ς τοῦ Γιˬαπουλέλλη, τσαὶ πῆες τσαὶ ᾿ποκκούμπισες ’πάνω ’ς ἕνα βαρέλλι Κάσ. Παππᾶς τὴν εἶδε κ’ ἔσφαλε, διάκως κιˬ ἀποξεχάθη Ἤπ. Συνών. ξεχνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA