ἀποσυνηθίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσυνηθίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσυνηθίζω Πόντ (Κερασ. Οἰν. Σάντ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. συνηθίζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποσυνεθίζω₌ξεσυνηθίζω τινά.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ ξεσυνηθίσῃ, νὰ ξεμάθῃ συνήθειάν τινα. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω συνήθειάν τινα, ξεσυνηθίζω ἔνθ’ ἀν. 2) Ξεσυνηθίζω τι, λησμονῶ Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.):᾽Επεσυνήθισα ἀτὸ τὴ δουλείαν (αὐτὴν τὴν ἐργασίαν) Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/