ἀπόσκιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσκιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόσκιˬος ἐπίθ. Πελοπν. (Αἴγ. Λιγουρ.) ἀπόσκιˬος ὁ, Κύθηρ. ἀπόσκιˬους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Σάμ. ἀπόστσιˬους Κυδων. Λέσβ. ’πόσκιˬους Ἤπ. ἀπόκους Ἴμβρ. ἀπόσκιˬο τό, Ἤπ. Κρήτ. (Σητ.) Πάρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἄργ. ᾿Αρκαδ. Βυτίν. Γορτυν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Τρίπ. Φεν. κ.ἀ.) ἀπόστσιˬο Πελοπν. (Τρίκκ) ἀπόσκιˬου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Πρέβ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αράχ. Εὐρυταν. Καλοσκοπ.) ἀπότζα ἡ, Τσακων. ἀπότσα ἡ, Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκιά.

Σημασιολογία

1) ᾿Αποσκιˬερός 1, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ. Λιγουρ.): ᾿Απόσκιˬο σπίτι - δωμάτιο Αἴγ. ‖ Φρ. ᾿Απόσκιˬο δεντρὶ (τὸ ρῖπτον βαθεῖαν σκιὰν) Λιγουρ. || ᾎσμ. Μὰ ηὗρε ἕνα δεντρί, δεντρὶ πυκνὸ κιˬ ἀπόσκιˬο. 2) Οὐσ., σκιὰ Ἴμβρ. Κυδων. Λέσβ : Εἶδι τοὺν ἀπόστσιˬου τ᾿ς κουπέλλας, θάρε͜ιι ποῦς ἦdαν ἡ θ᾿κός τ᾿ς -ἀπόστσιˬους Λέσβ. Εἶδα dοὺν ἀπόκου τ’ ἀπ’ σάλιψι κὶ παρατρόμαξα Ἴμβρ. Πέρασι ἕνας ἀπόκους, ἀμ’ πο͜ιὸς ἦdα δὲ gατάλαβα αὐτόθ. Φουβᾶτι τὸν ἀπόστσιˬουν τ᾽ Κυδων. β) Πληθ., ἡ σκιὰ τοῦ βουνοῦ ἐπὶ τῆς ἀντιθέτου κλιτύος πρὸς τὴν θέσιν τοῦ ἡλίου Πελοπν. (Μάν.): Εἶναι τ’ ἀπόσκιˬα ’ς τὴν κορ’φὴ τοῦ βουνοῦ (ὅταν δηλ. ὁ ἥλιος εἶναι εἰς ἱκανὸν ὕψος ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος). ᾽Εφύγασι τ᾿ ἀπόσκιˬα (ὅταν ὅλη ἡ πλευρὰ ἡλιάζεται). Ἅμα θὰ πάσι τ’ ἀπόσκιˬα’ς τὸν ἀgρεμὸ (εἴτε ἐλαττουμένης τῆς σκιᾶς εἴτε αὐξανομένης). Ἤρθασι τ᾽ ἀπόσκιˬα ’ς τὴ χώρα (δηλ. κλίνοντος τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν δύσιν). γ) Πληθ., ἡ σκιὰ ἰδίᾳ ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς κλιτύος τοῦ βουνοῦ ἢ τοῦ λόφου ἡ κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου σχηματιζομένη καὶ ἀκολούθως ἐκτεινομένη, συνήθως μετὰ τῶν ρημάτων γέρνω, ἔρχομαι, παίρνω, πέφτω, σκαλώνω Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Φεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ Καλοσκοπ.) Τσακων. : Γεῖραν τ’ ἀπόσκιˬα ἢ ἔγειρε τ’ ἀπόσκιˬο (ἔκλινε ὁ ἥλιος πρὸς τὴν δύσιν) Καλάβρυτ. Κορινθ. Τοὺ βράδ’ ἅμα γέρν’ν τ᾿ ἀπόσκιˬα, σαρών’νι μέσ᾿ ’ς τοὺ σπίτ’ Αἰτωλ. ᾿Εγείρκαϊ τ᾿ ἀπότσα (ἐγείρανε τ᾿ ἀπόσκια) Τσακων. Ἔρχουνται τ᾿ ἀπόσκιˬα Μάν. Ἁμά ᾽ρθουνε τ᾿ ἀπόσκιˬα, θά πά τὴ γίδα ᾿ς τὸ λόγγο Μεσσ. ’Εδῶ ἐρχόνται γρήγορα τ᾽ ἀπόσκιˬα Φεν. Πῆραν τ᾽ ἀπόσκιˬα ’Αρκαδ. ᾽Εδῶ πῆρε ἀπόσκιˬο Καλάβρυτ. Ἔπισαν τ᾿ ἀπόσκιˬα (ἐσκιάσθη ἡ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ) Καλοσκοπ. Σκαλώσανε τ᾽ ἀπόσκιˬα Μάν. ᾿Εκιˬοῦβε ὰν ἀπότζα (ἐκοιμήθη εἰς τὴν σκιὰν) Τσακων. || ᾌσμ. Γεῖραν τ' ἀπόσκιˬα γείρανι, Λουλούδου μ᾽, ᾽ς τὴν αὐλή σου Αἰτωλ. Ἀράχ. Γεῖραν τ᾿ ἀπόσκιˬα γείρανε μέσ᾿ ’ς τὸ τζαμὶ τοῦ Λάλα Πελοπν. Πῆραν τ’ ἀπόσκιˬα πήρανε πῆραν ὀχ τὴν αὐλή σου κι ἀπόσκιˬασαν τὴν πόρτα σου, δὲ βλέπω τὸ κορμί σου Γορτυν. 3) Τόπος σκιαζόμενος Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ.) Θεσσ. (Ζαγορ. κ. ἀ.) Κύθηρ. Λευκ. Πάρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βυτίν. Γορτυν. Λακων. Κορινθ. Μάν. Μεσσ. Τρίκκ. Τρίπ. Φεν κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Εὐρυταν.): Πιˬάσανε τ᾽ ἀπόσκιˬο καὶ κάθουνται Μεσσ. Τρίπ. Θὰ βρῶ ἕν᾿ ἀπόσκιˬο νὰ ξαπλώσω Λευκ. Πάμε ᾿ς τ’ ἀπόσκιˬο νὰ καθίσουμε Λακων. Τὰ ζὰ εἶναι μέσ’ ᾽ς τ᾿ ἀπόσκιˬα Μάν. Κάτσαμαν ᾽ς τ᾿ ἀπόσκιˬου κὶ φάγαμαν Ζαγόρ. Καθίζει ᾽κε͜ιὰ ’ς τὸν ἀπόσκιˬο Κύθηρ. || ᾌσμ. ’Σ τ᾽ ἀπόσκιˬα τοῦ βασιλικοῦ, ’ς τὸν ἥσκιˬο τῆς βαλσάμως ’Αράχ. Καὶ μιˬὰ λαφίνα ταπεινὴ δὲν πάει μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα, ὅλο τ’ ἀπόσκιˬα περπατεῖ, τ’ ἀπόζερβα γυρεύει κιˬ ὅπ᾿ εὕρῃ γάργαρο νερὸ θολώνει καὶ τὸ πίνει πολλαχ. Συνών. ἀποσκιˬούρα. 4) Τόπος προφυλαττόμενος ἀπὸ τὴν βροχὴν, τὸ ψῦχος καὶ τὸν ἄνεμον Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) : ᾿Αλλάργο ἤτανε τ᾽ ἀπόσκιˬο κιˬ ὥσαμε νὰ πάω ’γράθηκα Σητ. β) Μεταφ. καταφύγιον Κρήτ. Συνών. ἀποκκούμπι Β1. 5) Κακοποιὸν φάντασμα, διάβολος Θεσσ. : Σὰν ἀπόσκιˬου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/