ἀποσκιˬούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκιˬούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποσκιˬούρα ἡ, Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόσκιˬος, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀπόσκιˬος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ούρα.

Σημασιολογία

Τόπος σκιερὸς μὴ ἡλιαζόμενος ἔνθ’ ἀν. : ᾎσμ. Ἥλιˬε, γιˬὰ δὲ βαρεῖς κ’ ἐδῶ ᾽ς αὐτὴν τὴν ἀποσκιˬούρα νὰ λε͜ιώσουνε τὰ κρούσταλλα κ’ οἱ πάγοι καὶ τὰ χιˬόνιˬα; Γορτυν. Συνών. ἀπόσκιˬος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/