ἀπόξυλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόξυλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόξυλος ἐπίθ. Α.Κρήτ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀπόξ’λους Μακεδ. ᾽πόξυλος Κύπρ. Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποξυλώνω. Ἡ λ. παρὰ Δουκ. ἐν λ. ἀπόξηλος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Πολὺ ξηρὸς Κύπρ. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἄ δὲν ἔχῃς νωπό, φέρε κιˬ ἀπόξυλο (ἐνν. ψωμὶ) Λακων. Τὰ ψουμιˬὰ ποῦ ’εν νὰ ταΐσῃ τοὺς ἀρκάτες ἔπρεπε νά ’ταν ’πόξυλα μιˬᾶς ἑβτομάας Κύπρ. ᾽Επκιˬάστην τ' ἐγίνην ’πόξυλος (οἱονεὶ ἠγκυλωμένος) αὐτόθ. Τοῦτου τοὺ φόριμα στέκιτι ἀπόξ’λου (δὲν εἶναι μαλακὸν) Μακεδ. || Φρ. Ξερὸς κιˬ ἀπόξυλος! (α) Ὡς ἀρὰ κατ᾿ ἀνθρώπου, ἄκαμπτος ὡς νεκρὸς Κύθν. Πελοπν. (Μάν.) (β) ᾽Επὶ ἐκπλήξεως Κύπρ.: Ἄκουσά το τ’ ἔμεινα ξερὸς ταὶ ᾿πόξυλος. Ἔμεινεν ξερὴ ταὶ ᾽πόξυλη. 2) Ὁ ὑπ᾽ αἰδοῦς ἀδρανὴς, αἰδήμων, ἄτολμος Α.Κρήτ.: ’Απόξυλο ’ν’ τὸ κακορρίζικο κιˬ ὅπου κιˬ ἂ bάῃ δὲ δὰ ζήσῃ. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Τὸ ὑπολειπόμενον ἐκ τῆς καύσεως ξύλον τῆς ἑστίας Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀποδαύλι 1. 2) Ξύλον, ὡς χαρακτηριστικὸν ξηρότητος ἢ ἀκαμψίας Τῆλ.: ᾿Εγίνασι ’φτὰ τὰ σῦκα ’πόξυλο (ἐξηράνθησαν πολύ). ’Πόξυλο ἐγίνασι τὰ χέριˬα μου ’ποῦ τὸ κρύο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA