ἀπόσκνιφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσκνιφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόσκνιφος ἐπίθ. ἀμάρτ. ᾿πόκνιφος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. σκνιφός.

Σημασιολογία

᾽Ολίγος, σπάνιος: Φέτι τὰ κεράζιˬα ἔν᾿ ᾿πόκνιφα. Τὸ σιτάριν ἔν’ ’πόκνιφον. Τά φαγώσιμα ’ς το παναΰριν ἤτουν πολλὰ ᾿πόκνιφα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/