ἀπόσκολα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσκολα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόσκολα ἐπίρρ. Θήρ. Πελοπν. (Λακων) ἀπόσκουλα Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκόλη. Παρὰ Σομ. ἀπόσχολα.
Σημασιολογία
Ὕστερα ἀπό τοὶς σκόλες, μετά τὰς ἑορτάς, ἰδίᾳ τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα. Συνών. ἀπόγεˬορτα, ξέσκολα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA