ἀποσκόλημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκόλημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσκόλημα τό, ἀμάρτ. ᾿ποσκόλημα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκολε͜ιῶ.

Σημασιολογία

Ἡ ἐνέργεια ὥστε νὰ ἀπασχοληθῇ τις παίζων, ἀπασχόλησις, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν βρεφῶν: ’Ποσκόλημα ποῦ τοῦ ᾿καμες τοῦ μωροῦ κακορρίζικη! Συνών. ἀποσκόλιˬο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/