ἀποολοῦθε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποολοῦθε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποολοῦθε ἐπίρρ. ἐνιαχ. ἀπολοῦθε Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) ἀποουλοῦθε Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀπολοῦθες Πελοπν. (Μάν.) ἀπολούθενες Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ.) ἀποουλούθενες Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ὁλοῦθε, παρ’ ὃ καὶ οὑλοῦθε, ὁλοῦθες, ὁλούθενες, οὑλούθενες.
Σημασιολογία
1) ᾽Απὸ ὅλα τὰ μέρη, πανταχόθεν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Απολοῦθε ἔρχονται σήμερα ἕνα σωρὸ κόσμος Μάν. ᾿Απολούθενες μπορεῖς νὰ πάς ᾿ς τὴ σταφίδα Κορινθ. ᾽Απολούθενες περνᾷς αὐτόθ. Συνών. ἀποπαντοῦ. 2) Συνεκδ. ἀπὸ παντός, ἀπὸ οἱουδήποτε προσώπου Πελοπν. (Μάν.): ᾿Απολοῦθες τὸν παιζογελᾶνε. Ἄμα θέλω μπορῶ ἀπολοῦθες νὰ δανειστῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA