ἀποπαγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαγώνω Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) - ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 72
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παγώνω.
Σημασιολογία
1) ᾽Αποβάλλω τὸ αἴσθημα τοῦ ψύχους, γίνομαι θερμότερος Πόντ. (Σάντ. Τραπ.): Ἐπεπάγωσαν τὰ δάχτυλα μ᾽ Τραπ. 2) Παγώνω ἐντελῶς, αἰσθάνομαι ἰσχυρὸν ψῦχος ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Περασμένα τὰ μεσάνυχτα, ἵδρωτας κρύος μὲ ἀποπάγωσε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA