ἀποπαιδίζω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπαιδίζω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπαιδίζω (ΙΙ) Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βυτίν. Καρδαμ. Λάστ. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόπαιδο.

Σημασιολογία

’Αποκληρῶ υἱὸν ἢ θυγατέρα, ἀποκηρύττω ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν εἶχε ἀποπαιδίσει ὁ πατέρας του Μεσσ. Συνών. ἀποβγάλλω 1β, ἀποκληρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/