ἀποπαλαιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαλαιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαλαιώνω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παλαιώ νω παρὰ τὸ παλα͜ιώνω.
Σημασιολογία
᾽Αποβάλλω τὴν παλαιότητα, καθίσταμαι νέος ἐκ παλαιοῦ: ᾽Επεπαλαίωσεν τ᾿ ὁσπίτ’. Συνών. καινουργιˬώνω, ξανανεˬώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA