ἀποπανάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπανάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπανάρι τό, Κέρκ. ἀπουπανάρι ᾿Ιόνιοι Νῆσ. ἀπ᾽πανάρ' Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀχ'πανάρι Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποπάνω καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -άρι.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἄνω ὄψις πράγματος Κέρκ. ᾽Αντίθ. ἀποκατάρι 1. 2) Ἡ ἄνω πέτρα τοῦ μύλου, ἡ στρεφομένη μυλόπετρα Ἤπ. 'Ιόνιοι Νῆσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φρ. Τ᾽ ἀπουκατάρι τρώει τ’ ἀπουπανάρι (ὅτι ἡ στρεφομένη μυλόπετρα φθείρεται, ἐνῷ ἡ ἀκίνητος κάτω μυλόπετρα παραμένει ἄφθαρτος) 'Ιόνιοι Νῆσ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀποπανωλίθαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/