ἀποπανήγυρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπανήγυρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποπανήγυρα ἐπίρρ. Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἀπουπάγγυρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿ποπανάυρα Κύπρ. ἀποπανάγυρο Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. πανηγύρι, παρ' ὃ καὶ παγγύρι, ὅθεν ὁ τύπ. ἀπουπάγγυρα.
Σημασιολογία
Μετὰ τὴν πανήγυριν, εἴτε θρησκευτικὴν εἴτε ἐμπορικὴν ἔνθ' ἀν.: Ἔφυγ’ ἀποπανήγυρα Μαζαίικ. Μᾶς ἦρθαν κὶ μ’σαφ’ραῖοι ἀπουπάγγυρα Αἰτωλ. || Παροιμ. 'Ποπανάυρα χωρκάτης ἀλλαμένος (ὅτι ὁ ἀγροῖκος φορεῖ τὴν ἑορτάσιμον ἐνδυμασίαν μετὰ τὴν ἑορτήν. ᾿Επὶ τῶν ἀκαίρως ποιούντων τι) Κύπρ. Συνών. ξωπανήγυρα. Πβ. ἀποπάζαρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA