ἀποπανινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπανινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποπανινὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Λακων. Μάν. Οἰν. ᾿Ολυμπ.) Σῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποπάνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπάνω, ὁ ἀνωτέρω ἄλλου τινος ἔνθ' ἀν.: ’Σ τὸ ἀποπανινὸ σουρτάρι τό ’χω βάλει Μάν. Ἡ ἀποπανινή λούρα τοῦ χωραφιοῦ μου εἶναι γομάτη ἐλα͜ιὲς αὐτόθ. || Φρ. Κάνει ἀποπανινὰ (κολυμβῶν κινεῖ τὰς χεῖρας ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος) Σῦρ. Ἔγινε ἀπὸ ἀποκατινὸς ἀποπανινὸς (ἐπὶ ἀνθρώπου κακῶς ἔχοντος καὶ παρὰ προσδοκίαν ἀναλαβόντος) Κόρινθ. 2) Ἐπὶ ἀνέμου ἢ βροχῆς, ὁ ἀπὸ βορρᾶ ἐπικείμενος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων).: Νὰ πάρῃ μιὰ γε͜ιάδα ἀποπανινὴ καὶ θὰ τὸ σηκώσωμε τὸ ἁλώνι (νὰ πνεύσῃ ἐλαφρὸς βόρειος ἄνεμος καὶ θὰ λικμήσωμεν τὸν ἁλωνισθέντα σῖτον) Καλάβρυτ. || Γνωμ. Εἶδες ἀποκατινὸ νερό; τρούπωσε νὰ περάσῃ, εἶδες ἀποπανινὸ νερό; φεύγα νὰ μὴ σὲ πιˬάσῃ (ὅτι ὅταν ἡ βροχὴ ἐπίκειται ἀπὸ νότου, ταχέως θὰ παρέλθῃ, ὅταν δὲ ἀπὸ βορρᾶ, θὰ εἶναι μακρᾶς διαρκείας) Λακων. 3) Θηλ. οὐσ., ἡ ἄνω ἐπιφάνεια τοῦ ἄρτου Πελοπν. (Ὄλυμπ.) Συνών. ἀποπαναριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/