ἀποπάνωθεν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπάνωθεν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποπάνωθεν ἐπίρρ. ἀμάρτ. ’ποπάνωθεν Κύπρ. ἀπεπάνθεν Πόντ. (Ὄφ.) ἀιˬπάνουθε ’Ιθάκ. ἀποπανοῦσε Τσακών.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνωθεν.

Σημασιολογία

Ἄνωθεν, ὑπεράνω τινὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἔμμε θ᾽ ἀρχινίσωμε ἀποπανοῦσε Τσακων. || Αἴνιγμ. ’Αποπανοῦσε πάκα τζ’ ἀποκατοῦσε πάκα τζαὶ ὰ μισὰ κρίε (ἀποπάνω κι ἀποκάτω πλάκα καὶ στὴ μέση κρέας. Ἡ χελώνη) Τσακων. || ᾎσμ. ’Ποπάνωθεν ποῦ τὸ τειχιˬὸν ἐπῆαν τ’ ἐκρεμ-μίσαν (ἐκρήμνισαν) Κύπρ. ᾿Αντίθ. ἀποκάτωθεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/