ἀποπανωθεˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπανωθεˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποπανωθεˬὸς ἐπίθ. Κρήτ (Σητ. κ.ἀ.) Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποπανωθεˬό.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐπάνω, ὁ ἄνωθεν ἢ ὁ ἀνωτέρω τινὸς εὑρισκόμενος Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.): Τὸ ἀποπανωθεˬὸ τσουβάλι κατέβασε. Ὁ ἀποπανωθεˬὸς εἶναι πεˬὰ ὄμορφος Συνών. ἀποπάνως 1, ἀντίθ. ἀποκατωθεˬός. 2) Οὐσ., ὁ ἐπιβλέπων, ὁ ἐπιστατῶν Σῦρ.: Ἔλα δὰ καὶ σὺ ποῦ θές νὰ μοῦ κάνῃς τὸν ἀποπανωθεˬό!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA