ἀπόπαππας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόπαππας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπόπαππας ὁ, πολλαχ. ἀπόποππας Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπόπαππας.
Σημασιολογία
1) Ἱερεὺς ἀποβαλὼν τὴν ἱερωσύνην εἴτε καταδικασθεὶς εἴτε οἰκειοθελῶς πολλαχ. Συνών. ξέπαππας. Πβ. ἀπόδιˬακως, ἀποκαλόγερος. 2) Κακός, ἀνάξιος ἱερεὺς Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.): 'Ατὸς ὁ ποππᾶς ἀπόποππας ἔν᾽ Ὄφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA