ἀποπαρασέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαρασέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαρασέρνω Κρήτ. ᾽ποπαρασύρνω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παρασέρνω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ σάρωμα, τὸ σκούπισμα: Ἤσπασέ μου ἡ παρασύρα καὶ δὲν ἐποπαράσυρα τὴν αὐλή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA