ἀποπατούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπατούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποπατούδι τό, Λεξ. Δημητρ. ἀποπάτουδο Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόπατο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδι.
Σημασιολογία
᾿Απόπατο 1, ὃ ἰδ.: Τ᾿ ἀποπατούδιˬα τοῦ λᾳδιˬοῦ Λεξ. Δημητρ. ᾽Εσὺ θὰ φάς τ᾽ ἀποπάτουδα τοῦ τσικαλιˬοῦ Σητ. Τ’ ἀποπάτουδα τοῦ γυˬαλιˬοῦ ἐπῆε κ᾿ ἤβαλε ’ς τὸ φαεῖ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA