ἀποπερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. περνῶ.
Ετυμολογία
Περνῶ ἐντελῶς, παρέρχομαι ἀνεπιστρεπτί: ᾎσμ. ’Εποπεράσαν οἱ καιροὶ ποῦ ᾿κλαιγα ᾽γὼ γιˬὰ σένα, ἐδὰ κλαίω γιˬ’ ἄλλο κορμί, κλαῖγε καὶ σὺ γιˬὰ μένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA