ἀποπετριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπετριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπετριˬάζω ἀμάρτ. ’ποπετριˬάζω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. πέτρα.
Σημασιολογία
Γίνομαι ὡς πέτρα, ἀπολιθοῦμαι: ᾿Εποπετρίασεν τὸ χωράφι (ἔσφιξε τὸ χῶμα). Συνών. ἀποπετρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA