ἀποπέφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπέφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπέφτω Κίμωλ. Πελοπν. (Μάν.) – Λεξ. Δημητρ. ἀπουπέφτου Ἤπ. (Ζαγόρ.) 'ποπέφτω Κάρπ. Σύμ. Τῆν. 'Αόρ. ἐπέπεσα Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Μετοχ. ἀποπεσεμένος Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποπίπτω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. Ι) Πίπτω, καταπίπτω Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κάρπ. Πελοπν. (Μάν.): Ράβδισε ἀκόμα γιˬὰ ν’ ἀποπέσουνε ὅλες οἱ καραβοῦκες (τὰ βελανίδια) Μάν. ᾿Απόπισι τοὺ ταβά’ Ζαγόρ. || ᾎσμ. Τὰ λεμόνιˬα δένασι | κ’ οἱ ἀθ-θοὶ ’ποπέφτασι Κάρπ. ΙΙ) Ἐγείρομαι ἀπὸ τοῦ ὕπνου Σύμ. Β) Μεταφ. 1) Χάνω τὰς δυνάμεις μου, ἐξαντλοῦμαι Κίμωλ. Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Τώρᾳ ἠπόπεσα Κίμωλ. Μετοχ. ἀποπεσεμένος=ἀδύνατος, ἀσθενὴς Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ξεπέφτω. 2) Μειονεκτῶ ὡς πρός τι Τῆν.:. Τὸ χωριˬό μας ἠπόπεσὲνε πολὺ (ὡς πρὸς τὴν παραγωγήν). Συνών. πέφτω. 3) Περιπίπτω, περιέρχομαι Λεξ. Δημητρ.: ᾽Απόπεσε τὸ κορίτσι σὲ ἀχαΐρευτο ἄντρα. Συνών. πέφτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA