ἀποπιπίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπιπίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπιπίζω ἀμάρτ. ἀποπιπ-πίζω Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πιπίζω.
Σημασιολογία
'Απομυζῶ, βυζάνω: ᾎσμ. Τσαὶ μᾶς ἀποπιπ-πίζουν | τὸ ζαῖμά μας σὰν τὸ νερό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA