ἀποπιˬωτίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπιˬωτίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπιˬωτίδι τό, Κρήτ. ἀποπιτίδι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποπίνω κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ οὐσ. πιˬωτὸ καὶ τῆς καταλ. –ίδι. Ὁ τύπ. ἀποπιτίδι κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ ἀποπίδι.

Σημασιολογία

᾽Απόπιμα, ὃ ἰδ.: «Ἵνα ἀπαλλαχθῇ τις ἀπὸ τοῦ ἀφορισμοῦ πρέπει νὰ πίῃ τὸ ἀποπιτίδι τοῦ ἱερέως» (Κρητ. λαὸς 1,35).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/