ἀποπλέκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπλέκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπλέκω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ.) ἀποπλέγω Πελοπν. (Μάν.) ἀποπλέγου Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀπουπλέγου Μακεδ. ἀποπ-πλέω Κάρπ. Τῆλ. ἀποbλέκω Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀποπλέκω. Ὁ τύπ. ἀποbλέκω ἐκ τοῦ bλέκω παρὰ τὸ πλέκω, καθὰ μπολεμῶ παρὰ τὸ πολεμῶ. Ὁ τύπ. ἀποπ-πλέω ἐκ τοῦ ἀποπλέγω μετ᾿ ἔκπτωσιν τοῦ γ.

Σημασιολογία

1) Διαλύω τὸ πεπλεγμένον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): 'Επέπλεξα την κάλτσαν Τραπ. 2) Τελειώνω τὸ πλέξιμον, φέρω εἰς πέρας τὸ πλεκόμενον πολλαχ.: ’Επόbλεξές τα τὰ μαλλιˬά σου ἢ ἀκόμα; - Κοdεύγω νὰ τ’ ἀποbλέξω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) || ᾌσμ. Κόρη γαιˬτάνι ἔπλεκε χρόνους καὶ πέdε μῆνες, πλέκει το κιˬ ἀποπλέκει το ἡ κόρη τό γαιˬτάνι, μέσα ᾽πλεκε τὸν οὐρανό, τ᾿ ἄστρη καὶ τὸ φεgάρι Κρήτ. Γαιˬτάνι πλέκω καὶ δὲν ἀδε͜ιάζω, σὰν ἀποπλέξω, σὲ κουβεντιˬάζω Ἤπ. Καὶ ᾿π-πλέει κιˬ ἀποπ-πλέει το τοῦ φίλου της τὸ βίει κιˬ ὁ φίλος της τὸ τζώστηκε ’ς τὸν φόρον ἐκατέη (βίει = δίδει, ἐκατέη = ἐκατέβη) Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/