ἀποπλένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπλένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπλένω σύνηθ. ἀπουπλένου βόρ. ἰδιώμ. ᾿ποπλένου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Σκῦρ. ἀποπλύνω Θήρ. Θρᾴκ. Κρήτ. Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀποπλύν-νω Σύμ. ἀπουπλύνου Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποπλύνω.
Σημασιολογία
1) Πλύνων καθαρίζω τι, ἀποβάλλω τοὺς ρύπους διὰ πλύσεως Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σύμ. κ.ἀ.: ’Αποπλύνω τὰ κεύ Οἰν. ’Επέπλυσα τὸ μωρὸ Ὄφ. Οἱ Τοῦρτ’ ἀποπλύσκουντανε (πλύνονται εἰς τὸν περὶ τὰ σκέλη τόπον) αὐτόθ. Μέσ. ἀποπλύσκουμαι (πλύνω προχείρως τὸ ἔνδυμα μου ὅπου ἐρρυπάνθη) Πόντ. (Ὄφ.) || Παροιμ. Ὁ σύντεκνος ἐπέθανε, τὸ μύρος ἐποπλύτη (ὅτι ἡ ἐκ τῆς ἀναδοχῆς βαπτιζομένου συγγένεια ἐκλείπει μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀναδόχου, γενικώτερον δὲ ἐπὶ προσωρινῶν δεσμῶν συγγενείας) Σύμ. 2) Τελειώνω τὴν πλύσιν, παύω νὰ πλύνω σύνηθ.: Τ᾽ ἀπόπλυνα τὰ ροῦχα πολλαχ. Σὰν ἀπουπλυθοῦκαν, ἦρταν ᾿ς τ᾿ γρα͜ιὰ τσὶ γυρὲβγαν τοὺν ἄλλου (ἐκ παραμυθ.) Λέσβ. || ᾌσμ. Κόρη, ἔπλυνες κιˬ ἀπόπλυνες κιˬ ἀκόμα δὲν διαγείρεις; Παξ. Κόρη μου, τί κρυφομιλᾷς μ᾽ αὐτὸν τὸν κυνηγιˬάρι; ἄν ἔπλυνες κιˬ ἀπόπλυνες ᾿ς τὸ σπίτι νὰ γυρίσῃς Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA