ἀποπλέξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπλέξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποπλέξιμο τό, Πελοπν. (Μάν.) ἀποπλέξιμον Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποπλέκω.
Σημασιολογία
1) Διάλυσις τοῦ πεπλεγμένου Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ξέπλεγμα. 2) ᾽Αποπεράτωσις τοῦ πλεκομένου Πελοπν. (Μάν.): Βαρέθηκα νὰ πλέκω τοῦτες τοὶς σκάρτσες καὶ δὲ λέπω τήν ὥρα να φτάσω ’ς τ’ ἀποπλέξιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA