ἀπολυμαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυμαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολυμαίνω λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπολυμαίνομαι.

Σημασιολογία

Καθαίρω, ἀπαλλάσσω τινὰ ἀπὸ τοῦ μολύσματος: Ἀπολυμαίνω τὸ δωμάτιο – τὸ νοσοκομεῖο – τὸ αὐτοκίνητο κττ. Σπίτι ἀπολυμασμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/