ἀπολυμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπολυμὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολύω.
Σημασιολογία
Ἀπόλυσις, ἄφεσις ἀπὸ ὑποχρεώσεώς τινος, οἷον στρατιωτικῆς, σχολικῆς κττ.: ’Σ τὸν ἀπολυμό μου, βρὲ παιδιˬά, θὰ πάω ᾿ς τὸ χωριˬὸ καὶ θὰ ’υρέψω παdρειά. Συνών. ἀπόλυσι 2, ἄφεσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA