ἀπολυσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολυσίδι τό, Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόλυσι καὶ τῆς καταλ. –ίδι.

Σημασιολογία

Παραφυὰς δένδρου: Νὰ καθαρίσῃς τὴν ἀμυγδαλεˬὰ ἀποὺ τ᾽ ἀπολυσίδιˬα ἁπού ’βγαλε ’ς τὴ ρίζα Σητ. Τόσα ἀπολυσίδιˬα ἤβγαλε ἡ ἐλα͜ιὰ γύρου γύρου ἀποὺ τὴ ρίζα! Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/