ἀπολυσιˬῶνας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυσιˬῶνας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπολυσιˬῶνας ὁ, Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀπολυσῶνας Ἀθῆν. Ἀττικ. Θρᾴκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ.) ἀπο’σῶνας Σκῦρ. κ.ἀ. ἀπου’σῶνας Σάμ. Σκόπ. ἀμολυσιˬῶνας Νίσυρ. 'μολυσιˬῶνας Ρόδ. ἀμου’σῶνας Σάμ. ἀμολυσκιˬῶνας Νίσυρ. ἀπουλ’σιˬῶνα ἡ, Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀμπολυσιˬῶνα Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀπολυτσιˬῶνα ’Αθῆν. ’μολυσιˬῶνα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόλυσι καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ῶνας, παρ’ ἣν καὶ -ῶνα , ἥτις προέκυψεν κατὰ παρασχηματισμὸν τῆς μετοχῆς (ἰδ. ΓΧατζιδ. Einleit. 143, ΜΝΕ 2,122) εἴτε ἐκ τῆς ᾽Ιταλ. καταλ -one (ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 4,100). Πβ. καὶ ΣΞανθουδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 142 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἀπόλυσις, ἐλευθερία πρὸς βόσκησιν ἀγρῶν ἢ ἀμπελώνων ὑπὸ ποιμνίων μετὰ τὴν συγκομιδὴν τοῦ καρποῦ Κρήτ. Νίσυρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ.) Ρόδ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Ἔγιν᾿ ἀπολυσῶνας ’ς τ᾽ ἀμπέλιˬα Βούρβουρ. ᾿Εθάρεψε πῶς εἶν᾿ ἀμολυσκιˬῶνας κ᾿ ἔβαλε τὰ βόδιˬα μέσ’ ᾽ς τὸ χωράφι Νίσυρ. || ᾎσμ. Κιˬ ἂν μοῦ μαλώσῃ καὶ κἀνείς, τοῦ λέω εἶν᾿ χειμῶνας, κιˬ ὁ δήμαρχος ἐφώναξε νά 'ναι ἀμολυσιˬῶνας Νίσυρ. Συνών. ἀπολυσιˬὰ 2. β) Ἡ ἐλευθέρως παρεχομένη πρὸς βόσκησιν ἔκτασις Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀπου᾿σιˬῶνα γί᾿καν τώρᾳ τ᾽ ἀμπέλιˬα Αἰτωλ. Τό ᾿καμαν ἀπου’σιˬῶνα τοὺ χουράφι μ᾽ οἱ τσουπά’δις αὐτόθ. Γιˬὰ ’μολυσῶνα πέρασες τὸ χωράφι μου τσαὶ μόλυσες τὰ ζά σου μέσα,. Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Συνών. ἀπολυσιˬὰ 2β. 2) Ἡ μετὰ τὴν συγκομιδὴν τοῦ ἐλαιοκάρπου ἄδεια πρὸς περισυλλογὴν τοῦ τυχὸν ὑπολειφθέντος ἢ ἀμεληθέντος καρποῦ ὑπὸ τῶν πενεστέρων Ἀθῆν. Ἀττικ. Σάμ. 3) Ἐλευθερία. ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ὑποχρεώσεως ἢ ἐλπίδος Κρήτ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκῦρ : Τοῦ ᾽δωκε τὸν ἀπολυσιˬῶνα Κρήτ. Ἤπηρε dὸν ἀπολυσῶνα πῶς δὲ dὸνε θέλει εὐτὴ καὶ τώρα παdρεύγεται καὶ παίρνει μιˬὰν ἄλλη Ἀπύρανθ. Πᾶρ’ τονε πεˬὰ κ’ ἐσὺ τὸν ἀπολυσῶνα, μὴν ἀνεμένῃς πῶς θὰ σοῦ πέψουν οἱ Ἀμερικᾶνοι σου λεφτὰ αὐτόθ. Ἔσερε τὸν ἀπο’σῶνα του τσ᾿ ἔναι τώρα πῦρ τσαὶ μανία Σκῦρ. || ᾎσμ. Ἄς πάρω τὴν ἀπόφασι καὶ τόν ἀπολυσῶνα ὁπὼς δὲ σὲ ξαναθωρῶ ποτὲς εἰς τὸν αἰῶνα Ἀπύρανθ. 4) Ἐλευθερία ἐπίψογος Ἀθῆν. Θρᾴκ. Μακεδ. (Βλάστ.) Σκόπ: Τρέχει ᾽ς τὸν ἀπολυσῶνα Θρᾴκ. Τῆς ἔδωκε ἀπολυτσιˬῶνα Ἀθῆν. Ἄχ, κατράνου, σι ἀπό'κιν ᾽ς ν ἀπου᾿σιˬῶνα! (κατράνου = μαύρη, κακομοῖρα) Βλάστ. || Φρ. Τ᾿ ἄφ’κι τοὺ σπίτι τ᾿- τὴ ’ναῖκα τ᾿ ’που’σιˬῶνα (ἔδωσεν ἐλευθερίαν ἐπίψογον) Βλάστ. 5) Ἀπόλυσις ἐργάτου ἢ ὑπαλλήλου Λεξ. Δημητρ.: Τοῦ δώσανε τὸν ἀπολυσιˬῶνα του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/