ἀπολυσσῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυσσῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολυσσῶ πολλαχ. ἀπολυσσάω πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λυσσῶ.

Σημασιολογία

Λυσσῶ σφόδρα, πάσχω λύσσαν, μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἐκδηλοῦντος ἔκστασιν διὰ σφοδρὰν ὀργήν, ἐπιθυμίαν κττ.: Ποίημ. Βρέ, δὲν ἀπολυσσάξατε, διˬαόλου περιδρόμοι ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 2,266.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/