ἀπολυταρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυταρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολυταρεˬὰ ἡ, ἀπολυταρέα Κύθηρ. ἀπολυταρὲ Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) ἀπολυταρεˬὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Νάξ. (Ἀπυρανθ. Γαλανᾶδ. Ἐγκαρ. Κεραμ. Κορων.) Πελοπν. (Κορινθ.) ἀπολυταρὰ Κρήτ. (Βιάνν. Ἔμπαρ. Μεραμβ. Μονοφὰτσ. Σητ. κ.ἀ.) ’πολυταρὰ Κρήτ. (Σητ.) ἀμολυταρεˬὰ Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολυτάρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εˬά.
Σημασιολογία
1) Βολὴ τῆς ποιμενικῆς ράβδου, τοῦ λαγωβόλου, ἢ λίθου Κρήτ. (Βιάνν. Ἔμπαρ. Μεραμβ. Μονοφάτσ. Σφακ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Κορων.): Αὐτὸς ἔσκότωσε τὸ λαγὸ μὲ μιˬὰν ἀπολυταρὰ Κρήτ. Παῖξε μιˬὰν ἀπολυταρὰ τ᾿ ἀρνιˬοῦ νὰ μὴ bάῃ ᾿ς τὴν ἐζημιˬὰ Κρήτ. Ἤσανε μαζωμένα κωπέλλιˬα κ᾿ ἐκολλούσανε ἀπολυταρὲς ᾽ς τὴ gαρὰ κ᾿ ἐρρίχνανε καρύδιˬα (’ς τὴ gαρὰ: ’ς τὴν καρυδεˬὰ) Ἔμπαρ. Τοῦ ’παιξε μιˬὰ ἀπολυταρὰ Μονοφάτσ. Ἤφυέ μου, μὰ ἤρριξά του μιˬὰν ἀπολυταρεˬὰ κ’ ἐξάπλωσά το gάτω Ἀπύρανθ. Μιˬὰ gολληματσαρεˬὰ gαρύδιˬα ’δα 'πάνω ’ς τὴ gαρυδεˬὰ κ᾽ ἤδωκά τουνε μιˬὰν ἀπολυταρεˬὰ κ’ ἦρθα gάτω αὐτόθ. Θὰ τοῦ ρίξῃ μιˬὰν ἀπολυταρεˬὰ νὰ τόνε κουραδιˬάσῃ (νὰ τοῦ σπάσῃ τὰ κόκκαλα) Κορων. Συνών. ἀπολυτάρι 2, ἀπολυταρίδι1, ἀπολυταρραβδεˬά. β) Βιαία ἀπώθησις Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. κ.ἀ): Τσῆ ᾽δωκε μιˬὰν ἀπολυταρὰ καὶ τὴν ἐgρέμισε Σητ. Δῶσ' του μιˬὰν ἀπολυταρὰ νὰ φύγῃ ἀποὺ τὰ μάτιˬα μου αὐτόθ. Συνών ἀπολυταρίδι 2, σπρωξεˬά. 2) Βλαστὸς τῆς ἀμπέλου εἴτε ὅλως ἀκλάδευτος καταλειπόμενος, ἵνα χρησιμεύσῃ ὡς καταβολὰς, εἴτε κλαδευόμενος εἰς ἱκανὴν ἀπὸ τοῦ στελέχους ἀπόστασιν πρὸς μεγαλυτέραν καρποφορίαν Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.): Πολλὲς ἀπολυταρεˬὲς ἄφησες ᾿ς αὐτὸ τὸ κούτσουρο (τὸ στέλεχος τῆς ἀμπέλου) Κορινθ. 3) Κοντὸς τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ δι᾽ οὗ συγκρατεῖται σταθερῶς τὸ ὀπίσθιον ἀντίον Εὔβ. (Αἰδηψ.) 4) Τὸ στόμιον τοῦ ὑδραγωγοῦ ὁπόθεν διοχετεύεται τὸ ὕδωρ εἰς τὰς πρασιὰς τοῦ κήπου Νάξ. (Ἐγκαρ. Κεραμ. Κορων.): Κόψε τὴν ἀπολυταρεˬά, γιˬατὶ ἐποτίστηκενε ἡ πρασιˬὰ Κεραμ. Βούουωσε τὴν ἀπολυταρεˬὰ καουὰ νὰ τὸ μαζάσῃς, νὰ μὴ σπάσῃ τὸ νερὸ Κορων. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀντικύθ. Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA