ἀπολυταριˬασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυταριˬασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπολυταριˬασμὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολυταριˬάζομαι.
Σημασιολογία
Δρόμος ταχύς, τρέξιμο: Εἶd’ ἀπολυταριˬασμὸς ἦτον ἐκε͜ιός, μὲ τὸ ζόρι μὲ χαιρέτισεν ἀ τὴ βία bοῦ ’χε!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA