ἀπολυτάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυτάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολυτάρω ἀμάρτ. ἀπολυτέρνω Κύθηρ. ἀbολυτάρω Κύθηρ. ἀμολυτάρω Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπολυτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -άρω.
Σημασιολογία
1) Βάλλω, ρίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἐκσφενδονίζω. Συνών. ἀπολυταρίζω 2. 2) Ἀπολύω, ἀφίνω ἐλεύθερον: Ἡ κοκόνα ἡ Ἀτζολέττα ἔχασε τὸ bετεινό τση καὶ ὅγιˬος τὸν εὑρῆκε καὶ dρέπεται νὰ τῆς τὸν ἀbολυτάρῃ ἀπο bροστά, ἂς τῆς τὸν ἀbολυτάρῃ ἀποπίσω τση.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA