ἀπολυτίκιον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυτίκιον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολυτίκιον τό, λογ. κοιν. ἀπολυτίκιο κοιν. ἀπολυτίκι πολλαχ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπολυτίκιον. Περὶ τῆς λέξεως ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 40 (1928) 64 κἑξ.
Σημασιολογία
Εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν τὸ εἰς μνήμην ἁγίου ἢ ἑορτῆς εἰδικῶς μὲν κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ἑσπερινοῦ ἢ τοῦ ὄρθρου ψαλλόμενον τροπάριον, κατ᾽ ἐπέκτασιν δὲ καὶ εἰς ἄλλας περιστάσεις: Ψάλλουν τ᾽ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Νικολάου - τῆς Ὑπαπαντῆς - τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA