ἀπολωλὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολωλὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπολωλὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. ᾿πολωλὸς Πελοπν (Λάστ.) ἀπολωλὸ τό, πολλαχ. ᾿πολωλὸ Πελοπν. (Γορτυν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἡ μετοχ. τοῦ ἀρχ. ἀπόλλυμι ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης. Πβ. Κ.Δ. (Λουκ. Εὐαγγ. 15,6) «εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός».
Σημασιολογία
Ἀφελής, ἁπλοῦς, ἀνόητος ἔνθ’ ἀν. . Αὐτὴ εἷναι νιˬὰ ἀπολωλὴ Βούρβουρ. Φωτιˬὰ νὰ σὲ κάψῃ, ’πολωλό! Κεφαλλ. Τὸ γλέπεις τ᾿ ἀπολωλὸ ποῦ δὲ νογάει μπίτι Βούρβουρ. || Φρ. Ἀπολωλὸς πρόβατο ἢ ἀπολωλὸ πρόβατο (ἐπὶ τοῦ εὐήθους) κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA