ἀπόλωλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόλωλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόλωλος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν. Οἰν. Πυλ. Τριφυλ.) Ρόδ. κ.ἀ. ᾿πόλωλος Τριφυλ. ἀπόλωλο τό. Πελοπν. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. λωλός. Ιδ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 46 (1935) 3.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐντελῶς ἀνόητος, παράφρων Πελοπν. (Μάν. Οἰν. Τριφυλ.) Ρόδ. κ.ἀ.: Ἡ γυναῖκα αὐτὴ εἴναι ἀπόλωλη Τριφυλ. Λωλὴ κιˬ ἀπόλωλη εἶναι ἡ κακομοῖρα Μάν. 2) Ὁ ἀδυνατῶν νὰ ὁμιλήσῃ, ἄλαλος Πελοπν. (Πυλ. Τριφυλ.): Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἀκόμη ἀπόλωλο Τριφυλ. Τὸ παιδί της τὸ ηὖρε ’ς τὴν κούνιˬα ἀπόλωλο, δὲ μπορεῖ νὰ μιλήσῃ Πυλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA