ἀπομαγεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαγεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαγεύω Ἤπ. -ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 20.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαγεύω.
Σημασιολογία
Μαγεύω πολύ, γοητεύω τινὰ ἰσχυρῶς: Τὸ νησὶ τὸν ἀπομάγευε ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν || ᾎσμ. ’Φόντας τὴν ἀπομάγεψε κίνησε γιˬὰ κοντά του Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA