ἀπομαζούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομαζούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπομαζούδι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομαζώνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ., οἱ ὑπολειπόμενοι ἐπὶ τοῦ δένδρου καρποὶ μετὰ τὴν συγκομιδὴν: Εἶdα τά ’θελες τ᾿ ἀπομαζούδιˬα κ᾿ ἠπάαινες κ᾽ ἐνεμάζωνές τα; Συνών. ἀπομάζωμα 1, κοκκολόγι. Πβ. ἀπομάζι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/