ἀπομαθίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαθίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαθίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαθίζω.
Σημασιολογία
Κάμνω τινὰ νὰ ἀπομάθῃ, νὰ ὰποβὰλῃ συνήθειὰν τινα συνήθως κακὴν ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεμάτσα τὸ παιδὶν τὸν κλεψίον (τὴν κλοπὴν) Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA