ἀπόμακρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόμακρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόμακρος (Ι) ἐπίθ. ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 29 ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 62 ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 66 ΚΧατζοπ. 'Γάσω 92 ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. θέατρ. 98 καὶ 176 Στὸν ἴσκιο τοῦ πλάτ. 41 ΣΠασαγιάν. Ἀντίλ. 17

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπόμακρα.

Σημασιολογία

1) Τοπικῶς, ὀ μακρὰν εὑρισκόμενος, μακρινὸς ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. θέατρ. 98 καὶ 176 ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Νησὶ μαγευτικό, ἀπόχωρο καὶ ἀπόμακρο ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν. 98 Γυρεύεις μέρος ἀπόμακρο κ᾽ ἔρημο αὐτόθ. 176 || Ποίημ. Μέσα μου εἶν᾽ ἕν᾿ ἀπόμακρο κιˬ ἀπόκρυφο βασίλε͜ιο ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ἀν. β) Ὁ μακρόθεν προερχόμενος ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. ΚΧατζόπ. ἔνθ᾽ ἀν. ΣΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶχε φυσήσει ἀπόμακρος ἐλευτεριˬᾶς ἀέρας ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἀπόμακρα κουδούνιˬα τὴν ξανατρομάξαν ΚΧατζοπ. ἕνθ’ ἀν. ᾿Απόμακρη ποδοβολὴ ΣΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Χρονικῶς, παλαιός, ἀρχαῖος ΓΨυχάρ. Στὸν ἴσκιο τοῦ πλάτ. ἔνθ' ἀν. ΚΜπαστ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπὸ θύμησι τοῦ γλυκοῦ ἀπόμακρου περασμένου καιροῦ φύλαγε μὲ θρησκεία τὰ δυˬὸ τρία βιβλία του ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν. [Ἡ σμέρνα] εἶναι ψάρι γνωστὸ ἀπὸ τὰ πεˬὸ ἀπόμακρα χρόνιˬα ΚΜπαστ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/