ἀπομακρυνέσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομακρυνέσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομακρυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μακρυνέσκω.
Σημασιολογία
1) Ἀπομακρύνω τινὰ ἀπό τινος, φέρω τινὰ μακράν: Τὸν παίρνει καὶ τὸν ἀπομακρυνέσκει ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοῦ τὰ ψέλνει. Τὸν ἀπομακρύνεσκε καὶ τὸν κουβέdιαζε. 2) Ἐνεργ. ἀμτβ. καὶ μεσ. ἀπομακρύνομαι: Ὅσο πάει ἡ συγγένε͜ια μας κιˬ ἀπομακρυνέσκει. Μ᾿ ἀρέσει ν᾽ ἀπομακρυνέσκουμαι μοναχιˬά μου καὶ νὰ σκέβουμαι τί θὰ κάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA