ἀπομακρύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομακρύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομακρύνω λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀπομακρύνου Τσακων. ἀπομακρένω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μύκ. ΔΣολωμ. 29
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπομακρύνω. Ὁ τύπ. ἀπομακρένω, διάφορος τοῦ ἀνωτέρω ἀπομακρένω, ὃ ἰδ. ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπομάκρυνα κατὰ τὸ σχῆμα ἔμεινα – μένω κττ. καθὰ καὶ ἀπαλένω, ἀρτένω, ντένω, πλένω κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,295. Πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 133 κἐξ.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. μακρὰν ἀπάγω, ἀπομακρύνω λογ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) Τσακων.: Φύσηξε ἀέρας κιˬ ἀπομάκρυνε τὴ βροχή. Τὸν ἀπομάκρυναν τὸν δεῖνα ἀπὸ τὴ συντροφιˬὰ - ἀπὸ τὸ σπίτι, γιˬατ᾿ ἦταν ἐνοχλητικὸς σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι Μύκ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) -ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεμάκρυνεν ἀσ᾿ σὸ χωρίον ἡ δεῖσα (ἡ ὁμίχλη) Τραπ. Ὁ ἥλον ἐπεμάκρυνεν (ὁ ἥλιος ἀπεμακρύνθη) Πόντ. || ᾎσμ. Ὥρα καλή σου, ποῦ πάς ἐδῶθε κι ἀπ’ τοὶς βοσκὲς σου ἀπομακρένεις; Μύκ. - Ποίημ. Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακρένει | κάθε δύναμι ἐχθρικὴ ΔΣολωμ. ἕνθ’ ἀν. 2) Μέσ. ἀπομακρύνομαι λογ σύνηθ.: Ἀπομακρύνθηκε μόνος του ὁ δεῖνα, γιˬατὶ κατάλαβε πῶς δὲν τὸν θέλουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA